- ἔμφρον
- ἔμφρωνin one's mindmasc/fem voc sgἔμφρωνin one's mindneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔμφρον' — ἔμφρονα , ἔμφρων in one s mind neut nom/voc/acc pl ἔμφρονα , ἔμφρων in one s mind masc/fem acc sg ἔμφρονι , ἔμφρων in one s mind dat sg ἔμφρονε , ἔμφρων in one s mind nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κάτοινος — κάτοινος, ον (Α) 1. μεθυσμένος («ἔμφρον ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.) 2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης 3. αυτός που έχει το χρώμα τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οινος (< οἶνος), πρβλ. έν οινος, πάρ οινος] … Dictionary of Greek
όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek